- μηλινοειδές
- μηλινοειδήςof a quince-yellowmasc/fem voc sgμηλινοειδήςof a quince-yellowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλινοειδής — μηλινοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + ειδής*] … Dictionary of Greek